- υψομέτρης
- ο, Νόργανο κατάλληλο για την υψομετρία, υψομετρικό όργανο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hypsometre (< ύψος + -μέτρης* (< μέτρον). Η λ. ὑψομέτραι μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υψομέτρης — ο όργανο κατάλληλο για την υψομετρία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)